- χιμαίρας
- χιμαίρᾱς , χίμαιραshe-goatfem acc plχιμαίρᾱς , χίμαιραshe-goatfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χιμαιράς — άδος, ἡ, Α (αιολ. τ.) χίμαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χίμαιρα + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. ἀμν άς)] … Dictionary of Greek
Χιμαίρας — Χιμαίρᾱς , Χίμαιρα she goat fem acc pl Χιμαίρᾱς , Χίμαιρα she goat fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σφίγγα — Η Σφιγξ των αρχαίων Ελλήνων. Μυθολογικό τέρας της Βοιωτίας με πρόσωπο ή και στήθος γυναίκας, σώμα λιονταριού, φτερά όρνιθας και ουρά φιδιού. Η Σ. ήταν κόρη της Έχιδνας και του Τυφώνα ή του Όρθρου. Κατά τον Ησίοδο, η Σ. ονομαζόταν Φιξ και ήταν… … Dictionary of Greek
Αμισόδαρος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ηγεμόνας των Λυκίων, πατέρας του Ατύμνιου και του Μάριδα, οι οποίοι σκοτώθηκαν στην Τροία από τους γιους του Νηλέα. Πίστευαν ότι είχε αναθρέψει το τέρας Χίμαιρα. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ήταν πειρατής. Σε αυτό το κυκλαδικό… … Dictionary of Greek
Άπουλοι — Αρχαίοι κάτοικοι της σημερινής ιταλικής περιοχής Απουλίας, οι οποίοι, κατά την παράδοση, όπως αυτή αναφέρεται από Έλληνες και Ρωμαίους ιστορικούς (Εκαταίος, Πλίνιος κ.ά.), είχαν μεταναστεύσει εκεί από την ανατολική ακτή της Αδριατικής περίπου το… … Dictionary of Greek
Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… … Dictionary of Greek